- ποτηρίδιον
- ποτηρίδιον, τό, Dim. of ποτήριον, Men.24 (pl.), IG11(2).161 C87 (Delos, iii B. C.), PCair.Zen.38.7, al. (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτηρίδιον — τὸ, Α υποκορ. μικρό ποτήρι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. πινακ ίδιον)] … Dictionary of Greek
ποτηρίδια — ποτηρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԺԱԿԻԿ — ( ) NBH 1 421 Chronological Sequence: 5c գ. ποτηρίδιον pocillum Բաժակ փոքր կամ աղքատին. եւ Սակաւ գինի. գաւթիկ. ... *Զիւր բաժակիկն նմա մատուցանիցէ, ասելով՝ թէ ուրախացի՛ր. Մանդ. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)